O Γιώργος και η Ιωάννα έτρωγαν το βραδυνό τους.
Γιώργος: Μαμά, πες μας μια ιστορία.
Εγώ: Στέλλα, να τους πεις την ιστορία για τότε που ήμουν πειρατής στις μαύρες θάλασσες.
Γιώργος: Έλα μπαμπα, τι λες
Εγώ: Ναι καλέ, ήμουν πειρατής. Και η Στέλλα ήταν η κόρη του κυβερνήτη ενός νησιού εκεί στις μαύρες θάλασσες. Και μια φορά που είχα πάει εγώ να κλέψω από το σπίτι του κυβερνήτη, με είχε βρει ο κυβερνήτης και είχαμε αρχίσει την ξιφομαχία. (παίρνω θέση ξιφομαχίας και αρχίζω να ξιφομαχώ με τον αέρα). Και εκεί που παλεύαμε, ξαφνικά, βλέπω στην σκάλα να στέκεται η πεντάμορφη. Τα χάνω, σταματάω να παλεύω, και κοιτάω την πεντάμορφη. Ο κυβερνήτης όμως δεν σταμάτησε, και ερχόταν κατά πάνω μου με το ξίφος του. Τότε η πεντάμορφη μου φωνάζει “Πρόσεχε”, και εγώ απέκρουσα το ξίφος. Και συνέχισα να ξιφομαχώ, κοιτάζοντας όμως την πεντάμορφη. Η πεντάμορφη μου φωνάζει τότε “Μην κοιτάς εμένα”. Εγώ λοιπόν, για να μπορώ να την κοιτώ όσο θέλω, κάνω μία έτσι, και πετάω το σπαθί του κυβερνήτη μακριά. Τον είχα λοιπόν στην άκρη του σπαθιού μου. Μου λέει λοιπόν αυτός: “Τί περιμένεις, σκότωσέ με παλιοπειρατή”. Και του λέω εγώ: “Δεν είμαι άνθρωπος που σκοτώνει. Ποιά είναι η κοπέλα?”. Και μου λέει αυτός: “Να την αφήσεις ήσυχη την κόρη μου”. Τότε εγώ, γυρνάω το ξίφος μου, του το δίνω, πέφτω στα γόνατα και του λέω: “Κυβερνήτη, ή σκότωσέ με, ή δώστη μου για γυναίκα μου”. Και μου λέει αυτός: “Μα τότε τι θα κάνω εγώ άμα σε κάνω εσένα, ένα πειρατή γαμπρό μου?” Του λέω λοιπόν: “Έλα στην Αθήνα να πουλάς φωτογραφικά”. Και πήρε λοιπόν το μικρό του σκάφος, και ήρθε στην Αθήνα, και άρχισε να πουλάει φωτογραφικά. Και μόλις εγώ με την πεντάμορφη κάναμε παιδιά, αποφασίσαμε ότι δεν μπορούσαμε πια να είμαστε πειρατής και πειρατίνα, και ήρθαμε στην Καλαμάτα για να μεγαλώσουν τα παιδιά μας με ηρεμία.
Γιώργος: Έλα μπαμπά, αφού δεν έγινε έτσι, την ξέρουμε την ιστορία της ζωής σου
(Η Στέλλα κρύβεται για να γελάσει)
Εγώ: τι λες βρε, ποιά είναι η ιστορία της ζωής μου?
Γιώργος: Ξέρουμε πως γνωριστήκατε. Δεν ήσουν αληθινός πειρατής, απλά έλεγες ότι ήσουν πειρατής και της είχες πάρει το τόπι της και αυτή ήρθε κολυμπώντας στο σκάφος που ήσουν εσύ.
(Ναι είχα διαβάσει και εγώ την aremarekoukounare )
Μήπως ήσουν και δόκιμος του ναυτικού κι η αγαπημένη σου επιβιβάστηκε λάθρα στη φρεγάτα που διοικούσε ο μέλλων πεθερός σου; Γιατί αν τους το είπατε κι αυτό, θα τους θυμίζει κάτι το στόρι και δύσκολα θα το πιστέψουν…
Μα αυτό είναι το θέμα. Την “πραγματική” ιστορία (αυτή που ήμουν δόκιμος και η Στέλλα κόρη του Διοικητή της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, και της είχα κλέψει το τόπι), τους την είχα πει στο παρελθόν, και την θυμούνται… και τώρα που να πιστέψουν ότι ήμουν αληθινός πειρατής.
Τώρα το να τους θυμίζει η ιστορία εκείνη την ταινία που (όλως τυχαίως) είχε παρόμοια πλοκή (κάθε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα και ιστορίες είναι τελείως συμπτωματική) είναι λίγο δύσκολο: είναι πολύ μικρά και δεν έχουν αποκτήσει ακόμα την απαραίτητη παιδεία για να βλέπουν ελληνικές ταινίες. Μην ξεχνάς ότι έχουν περάσει πια τα χρόνια που περιμέναμε την Κυριακή το μεσημέρι να δούμε ελληνική ταινία στην ΕΡΤ (ναι, είμαι εκείνης της γενιάς)
Κοίτα, τώρα που παίζετε στο σχήμα “πειρατής” μπορείς να κάνεις και τον Χαν Σόλο, ή τον Κάπτεν Mal, να αποκτήσει και λίγο διαγαλαξιακές διαστάσεις το στόρυ! ;-D
Χμμμ… Κάθε φορά που ξεκινάω ιστορία με εξωγήινους εξ ορισμού δεν με πιστεύουν πια. (Τις πρώτες φορές αναρωτιώντουσαν “Μπαμπά, αλήθεια λές?”, αλλά τώρα μου λένε κατευθείαν “Ξέρουμε, οι άνθρωποι δεν έχουν συναντήσει εξωγήινους ακόμα, αστειάκεια λές”)
Στο πειρατικό είχες μπαρκάρει όταν έφυγες από τα χωράφια στην Ισπανία επειδή είχε γίνει εκείνη η ιστορία με την μαμά σου τη “Δόνα πώς την έλεγαν” και τον Ιππότη (τον πραγματικό σου πατέρα)??
Μπαρκάρισα όταν βγήκα από την φυλακή που με είχαν φυλακίσει οι κακοί σφετεριστές της περιουσίας μου. Απώτερος σκοπός μου ήταν πάντα να πάρω εκδίκηση (ακόμα δεν το έχω κάνει βέβαια). Είναι εκπληκτικό όμως το πώς απέδρασα: με βοήθησε ο εκπληκτικός ανθρωπόλαλος ποντικός (ο οποίος από τότε και έπειτα κυκλοφορεί με το όνομά μου)! Μου άνοιξε ένα τούνελ προς το κελί ενός φυλακισμένου που είχε πεθάνει, και εγω πήρα την θέση του στον σάκο, και έτσι με πέταξαν έξω αντί για αυτόν.
Βέβαια δεν μπορώ να πω αυτή την (πραγματική) ιστορία στα παιδιά, γιατί η πραγματικότητα δεν είναι τόσο ενδιαφέρουσα!!
Νομίζω ήρθε η ώρα να τους πεις για τα παράλληλα σύμπαντα!
Για μια φαντασία που ποτέ δεν κοιμάται!
;-D
Άχ, παράλληλα σύμπαντα. Θα είχα ξεκινήσει να τους λέω, αλλά φοβάμαι την χρήση που μπορούν να κάνουν στην έννοια μετά.
(Η αίσθηση “Τί ήθελα και άνοιγα το στόμα μου, δεν ήξερα ότι θα το θυμούνται και θα μου το πετάξουν μετά?”).
Επίσης, φοβάμαι πολύ το τί θα πάνε μετά και θα πούνε έξω:
Με ρώτησε ο Γιώργος “Γιατί μοιάζουμε στους γονείς μας?” και αφού του απάντησα, μερικές εβδομάδες μετά προκάλεσε σοκ σε μία νηπιαγωγό, όταν άκουσε ένα πεντάχρονο να της εξηγεί πως χωρίζεται το DNA και τι είναι το κυρίαρχο γονίδιο….
Γι’ αυτό σου λέω, άσε, όσο λιγότερα τους λέω, τόσο καλύτερα…
Θα τα μάθουν σιγά σιγά… Όσο μπορώ να τα κοροιδεύω με ιστορίες θα το εκμεταλευτώ…
XAXAXAXAXA!!! Unpectable ο μικρός! Και πάλι όμως, μπορείς να τους πεις ξεκινώντας κάπως έτσι: “Φανταστείτε αν υπήρχαν…” έτσι θα μπορείς να τους πλέκεις ένα σωρό ιστορίες και να πλέκουν και εκείνα και η γνώση κάποια στιγμή να βρεθεί με την φαντασία!!! Ακόμα και αν είναι παράλληλες, θα συναντηθούνε έστω και στο άπειρο, ενώ αν λειτουργούν όπως το ελικοειδές DNA, θα αλληλεπιδράσουν μεταξύ τους!
Pingback: 17+2=19 – Στο άπειρο και ακόμα παραπέρα