Αφού διάβασα το βιβλίο και αφού ο Κωνσταντίνος αποφάσισε πως δεν θέλει με τίποτα να το διαβάσει και αυτός, κάτσαμε χτες το βράδυ να δούμε την ταινία.
Με δυό λόγια: η ταινία δεν πιάνει μπάζα μπροστά στο βιβλίο. Όχι απλώς δεν μου φάνηκε τρομακτική, ούτε που έπαιξε το ματάκι μου. Μόνο ίσως σε εκείνη τη σκηνή, που ακόμα και αυτή όμως στο βιβλίο είναι τρομακτικότερη. Α, ναι, τώρα μπορώ να πω και ποιά σκηνή είναι: εκεί που θυμωμένη η Ανν Γουίλκς αποφασίζει να του σπάσει ξανά τα πόδια. Στο βιβλίο προχωράει ένα βήμα πιο πέρα. Παίρνει το τσεκούρι και του το κόβει.
Από την αρχή βλέπεις διαφορές στο βιβλίο και την ταινία, αλλά -παρότι το είχα διαβάσει τόσο πρόσφατα- προσπάθησα να τις αγνοήσω και να ευχαριστηθώ την ταινία. Πράγματι την ευχαριστήθηκα, δεν με πείραξε καν η προσθήκη όλων αυτών των χαρακτήρων, αλλά τη βρήκα “λίγη”. Η Κάθυ Μπέιτς είναι μια εξαιρετική Ανν, αλλά δεν σώζει την κατάσταση. Στο βιβλίο μπορείς να διαβάσεις όλη την ψυχολογική κατάσταση του παγιδευμένου συγγραφέα, το τι περνάει από το μυαλό του όλους τους μήνες της φυλακής του, την αγωνία του, το πως το καινούριο βιβλίο της Μίζερυ από αγγαρεία γίνεται απόλαυση, ένας τρόπος διαφυγής, ανάγκη. Και φυσικά περνάει πολύ περισσότερα μαρτύρια από την Νο 1 θαυμάστριά του. Από το ξεσκονόπανο που χρησιμοποιήθηκε ως φίμωτρο, το μπουγαδόνερο που αναγκάστηκε να πιεί, αλλά και το χάσιμο του ενός ποδιού και του ενός αντίχειρα. Όλα αυτά κάνουν την ταινία να μοιάζει με ρομάτζο αντί για θριλεράκι.
Καλή η ταινία λοιπόν, αλλά εάν έχεις διαβάσει το βιβλίο, δεν θα σου προσφέρει τίποτα.
Καλά, εκείνη η σκηνή με το σφυρί είναι τελείως φρίκη, όχι τόσο αυτό που πραγματικά δείχνει, αλλά η αίσθηση… μπρρρρ..
Ακόμη μια ταινία που δεν έχει καμία σχέση με το αντίστοιχο βιβλίο.Και δυσρτυχώς προς το χειρότερο. Ετσι και αλλίως η φαντασία του καθενός ταξιδεύει μεχρί όπου εκείνη θέλει.