Δεύτερη φορά λοιπόν που το διαβάζω και αυτό. Κοντεύουν δυο χρόνια από την προηγούμενη φορά και το θυμόμουν αρκετά καλά. Όμως και πάλι το διάβασα όσο πιο γρήγορα γινόταν. Είναι εξαιρετικό βιβλίο και δίκαια πήρε και τα δύο βραβεία (Hugo – Nebula).
Eίναι εντελώς διαφορετικό από το παιχνίδι του Έντερ. Εκείνο το βιβλίο μίλαγε για τον πόλεμο. Αυτό μιλάει για την ειρήνη. Πως προσδιορίζουμε το ποιός αξίζει να λέγεται άνθρωπος, η δύναμη της αλήθειας, ηθικά διλήμματα, ενοχές, θρησκεία, η κατανόηση του διαφορετικού.
Από την πρώτη κιόλας παράγραφο σε βάζει σε σκέψεις:
Η διαφορά ανάμεσα σε ramen και varelse (δηλαδή σε ξένους που αναγνωρίζουμε ότι είναι άνθρωποι ως ηθικές μονάδες, αλλά ανήκουν σε άλλο είδος από εμάς και στους πραγματικά ξένους, αυτούς που δεν μπορεί να υπάρξει καμιά συννενόηση μαζί τους – όπου περιλαμβάνονται και τα ζώα) δεν καθορίζεται από το πλάσμα που κρίνεται, αλλά από εκείνο που κρίνει. Όταν διακηρύσσουμε ότι ένα εξωγήινο είδος είναι raman, δε σημαίνει πως αυτό το είδος έχει περάσει το κατώφλι της ηθικής ωριμότητας. Σημαίνει ότι εμείς το έχουμε περάσει.
Γράφω λίγα λόγια για την υπόθεση, οπότε όποιος προτιμάει να μην τα ξέρει, ας μη διαβάσει παρακάτω.
3000 χρόνια έχουν περάσει και το όνομα Έντερ είναι συνυφασμένο με την ξενοκτονία και μισητό από όλους. Ο εκπρόσωπος των νεκρών από την άλλη, που έχει γράψει τον Ηγεμόνα και τη Βασίλισσα, τιμάται απ’ όλους, χωρίς να γνωρίζει κανείς πως είναι το ίδιο άτομο. Ο Έντερ και η αδερφή του μετακινούνται διαρκώς από πλανήτη σε πλανήτη, ψάχνοντας σπίτι για τη βασίλισσα, κι έτσι έχουν ζήσει μέχρι τώρα, χωρίς κανείς να υποπτεύεται την πραγματική ταυτότητά τους. Τα πράγματα θα αλλάξουν και για τους δύο, όταν γίνεται γνωστό ένα καινούριο είδος εξωγήινης φυλής, το οποίο δίνει λόγο στους ανθρώπους να το φοβούνται.
Είναι ίσως καλύτερο από το “παιχνίδι του Έντερ”. Και μετά από αυτό, έρχεται η “Ξενοκτονία”, το τρίτο βιβλίο που διαβάζω αυτή τη στιγμή. Πιο περίπλοκο ακόμα, με έχει επηρεάσει πολύ. Θα τα πούμε όταν το τελειώσω.