Στο άπειρο και ακόμα παραπέρα

Η γιαγιά μου η Ευθυμία. (1914? – 2009)

Γιαγιά Ευθυμία

Μητέρα του πατέρα μου.
Έζησε 95 χρόνια, είδε τα παιδιά της (έξι τον αριθμό) να μεγαλώνουν και να γίνονται γονείς και παππούδες και γιαγιάδες και αυτά. Είδε έξι δισέγγονα (παρά λίγες μέρες και θα προλάβαινε και το έβδομο, από εγγόνα με το όνομά της). Μας έφυγε σήμερα το πρωί.

Όταν ημουν πιτσιρίκι πηγαίναμε στο χωριό πάντα τετάρτη απόγευμα και Κυριακή μεσημέρι. Τρώγαμε μαζί και βλέπαμε ελληνική ταινία την Κυριακή το μεσημέρι. Κάποιες περιόδους (ένα τετράμηνο που η μητέρα μου ήταν Αθήνα σε γιατρούς όταν πήγαινα δευτέρα δημοτικού και έναν ολόκληρο χρόνο μετά τους σεισμούς του 86, όταν το σπίτι μας ήταν ακατοίκητο) μείναμε μαζί με την γιαγιά στο χωριό.
Την πρώτη φορά, η γιαγιά μέσα σε 4 μήνες με έκανε μικρό τόφαλο. Θυμάμαι να μου κόβει μία φέτα με ψωμί, να ρίχνει επάνω λάδι, από πάνω ζάχαρη και από πάνω νερό για να κολήσει η ζάχαρη. Ή να μου φτιάχνει τοματοσαλάτα να κολυμπάει στο λάδι, και να ρίχνει και νερό για να κάνω περισσότερες βούτες.

Την θυμάμαι στην γαϊδούρα με δύο καλάθια, ένα από κάθε πλευρά να γυρίζει από το χτήμα.
Την θυμάμαι να μαλώνει τα παιδιά της, εξηντάρηδες και εβδομηντάρηδες, και να τους λέει “φάε ψωμί” (= σταμάτα να μιλάς). Και αυτοί να σταματάνε να μιλάνε.

Πρίν από δύο χρόνια, (στα 93 της), για κάποιο λόγο θα πήγαινα στο χωριό καθημερινή. Την πήρε η μητέρα μου τηλέφωνο να της πει να ξεκλειδώσει την πόρτα γιατί θα πήγαινα. Μόλις έφτασα βρήκα την πόρτα ξεκλείδωτη και την γιαγιά να λείπει. Φώναξα λίγο και την άκουσα να μου απαντάει από τον κήπο. Κατέβηκα και την βρήκα να έχει σκαρφαλώσει πάνω στην πορτοκαλιά για να μου κόψει πορτοκάλια να πάρω μαζί μου.

Πριν από κανά δεκάρι χρόνια, έτυχε και ήμουν μαζί της στο νοσοκομείο κάποιο πρωινό για να κάνει κάποιες εξετάσεις. Μόλις τελείωσε, βγήκαμε έξω, και έγινε αυτή η συζήτηση:
-Έλα γιαγιά να σε βάλω σε ένα ταξί να πας σπίτι, και έρχομαι και ‘γω
-Γιατί, εσύ πως θα έρθεις?
-Με το μηχανάκι
-Και εγώ γιατί να μην έρθω με το μηχανάκι?
-Βρε γιαγιά, θα ανέβεις στο μηχανάκι?
-Τι λες βρε? Εγώ ανέβαινα στο μηχανάκι του πατέρα σου και κράταγα και δύο κόφες με πράματα για το παζάρι. Νύχτα πηγαίναμε.

Τι να της απαντήσω? Γιατί δεν έχεις κράνος? Γιατί είσαι μεγάλη (μόλις 85)? Γιατί ανέβαινες πριν από 40 χρόνια? Κάθισε στο μηχανάκι γυναικεία (στο πλάϊ) και την πήγα σπίτι. Ο πατέρας μου γέλαγε όταν του το είπα.

Έχω μαζέψει διάφορες από τις ιστορίες που μου είχε πει κατά καιρούς. Δυστυχώς δεν είναι όσες θα ήθελα.

Ακολουθεί σεντόνι.

##############################################
Η γιαγιά μου η Ευθυμία.

Η γιαγιά η Ευθυμία γεννήθηκε το 1914-15. Το ξέρουμε γιατί παντρέυτηκε το 1939, και λέει ότι ήταν 24-25 χρονών κοπέλα. Επίσης, θυμάται ότι τον μεγάλο της αδελφό δεν τον είχε γνωρίσει γιατί ήταν «στους πολέμους» και γύρισε μετά την μικρασιατική καταστροφή. «Γυρνάγανε ουου σωρός άντρες πάνω στο τρένο, κρέμονταν απέξω από το τρένο, και είχαμε χάσει τον πόλεμο, αλλά εμείς δεν το ξέραμε, εμείς ξέραμε ότι μπορεί να ‘ρχόταν πίσω ο αδελφός μου. Και είμασταν στα ρίζια και μάζευα ρίζι, και κάποιος ήρθε και μας είπε ότι έρχονται οι στρατιώτες με το τρένο και σηκώθηκα και κοίταζα. Και τότε είδα πρώτη φορά τον αδερφό μου». Η μικρασιατική καταστροφή έγινε το 1922 και ο αδελφός της έλειπε στην αρχή για την θητεία του, και μετά στους πολέμους συνολικά 6 χρόνια (από το 1916).

Η παντρειά
Όταν μου είπε ότι παντρεύτηκε το 1939 και ήταν 24-25 την ρώτησα πως και τόσο μεγάλη.
-Τι λες?, μου λέει.
-Δεν ήσουν μεγάλη κοπέλα 24-25 για γάμο τότε? Δεν παντρεύονταν πιο μικρές οι γυναίκες?
– Τι λές? Και πιο μεγάλες παντρέυονταν. Και 25 και 30. Τι να κάνουν να παντρευτούν πιο μικρές. Άμα παντρευόσουν έκανες παιδιά. Οι γυναίκες δούλευαν στα χτήματα τότε, τι να κάνεις να παντρευτείς και να κάνεις παιδιά.
– Και δηλαδή τί? Σας κρατάγανε οι πατεράδες σας για να δουλεύετε στα χτήματα?
– Όχι, απλά δεν τύχαινε. Άμα τύχαινε παντρευόσουνα.
– Και εσύ γιατί παντρεύτηκες τότε?
– Γιατί έστειλε ο παππούς σου να με ζητήσουνε. Και με έδωσε ο πατέρας μου. Δεν έπρεπε να με δώσει, μπορεί να ερχόταν τίποτα καλύτερο. Γιατί στο σπίτι που με έδωσαν ήταν ο παππούς σου, και ήταν και ο πατέρας του, και ο αδερφός του, και δεν είχαν μάνα στο σπίτι, και πήγα εγώ να μαγειρεύω για τρείς άντρες. Τι ήθελαν και με έδωσαν να μαγειρεύω για τρείς άντρες? Έπρεπε να με κρατήσει κι άλλο. Αλλά η μάνα μου δεν ήθελε να μας παντρέψει με κανέναν στην Θουρία (*διπλανό χωριό) γιατί εκεί τις βάζαν τις γυναίκες να φτιάχνουν ψάθες. Και τι πείραζε δηλαδή να φτιάχνουμε ψάθες? Και την μία μέρα έστειλε να με ζητήσουν, στις πέντε μέρες αρραβωνιάσαμε και στις 8 με πάντρεψαν. Του αγίου Νικολάου (*6 Δεκεμβρίου). Δεν έφερα και εγώ αντίρρηση και με πάντρεψαν.

Ο πόλεμος

Δεκέμβρη παντρεύτηκα, και πριν κλείσει χρόνος κάλεσαν την κλάση του παππού σου στον πόλεμο. Και έφυγε, και με άφησε γκαστρωμένη να μείνω με τον πατέρα του. Και όταν μπήκαν οι γερμανοί στον πόλεμο, τον Απρίλη, εγώ γέννησα σε μία σπηλιά. (*να ρωτήσω γιατί ήταν σε σπηλιά) αλλά μου πέθανε εκείνο το παιδί.
Και μετά ο παππούς σου δεν ερχόταν. Είχαν τελειώσει οι μάχες, και ήταν στην Θεσσαλονίκη, αλλά δεν μπορούσαν να περάσουν να έρθουν. Και εμείς εδώ δεν ξέραμε, ζούσε, πέθανε? Κάθε μέρα ερχόντουσαν άντρες, αλλά εμείς δεν ξέραμε. Και ήρθε κάποια μέρα. Περπάταγε 18 μέρες από την Θεσσαλονίκη με τα πόδια για να έρθει. Εκείνες τις μέρες ερχόταν κόσμος πολύς. Είχαν έρθει εδώ οι Ιταλοί, και γινόταν η μάχη στην Κρήτη (*20 Μαΐου) και είχαν έρθει εδώ πολλοί κρητικοί που ήταν στον πόλεμο αλλά δεν τους άφηναν οι Ιταλοί να φύγουν για την Κρήτη όσο γινόταν η μάχη εκεί για να μην πάνε να πολεμήσουν ξανά, και μέναν εδώ. Και ήρθε ο παππούς σου και φόραγε ένα κασκέτο, και όταν άφησαν οι Ιταλοί τους Κρητικούς να φύγουν, ένας που έμενε εδώ είπε «Αυτό το κασκέτο που φόραγε ο Ντίνος (*ο παππούς μου) και βρήκε το σπίτι του, αυτό θα φορέσω και εγώ για να βρώ και γω το σπίτι μου, να το πάρω κυρά Ντίναινα?» και το πήρε, και εγώ του είπα «να μας γράψεις γράμμα ότι έφτασες Μιχάλη» αλλά δεν μας έγραψε ποτέ, έφτασε, πέθανε δεν ξέρω. Αλλά ο παππούς σου είχε έρθει.

-Τι σου είπε ότι έκανε στον πόλεμο?
-Μόλις πήγε στην Θεσσαλονίκη και περιμένανε να γίνει ο πόλεμος (* η επιστράτευση είχε αρχίσει πριν την 28η Οκτωβρίου) είπανε «όποιος θέλει να γίνει νοσοκόμος να σηκώσει το χέρι του». Τους είπαν να σηκώσουν το χέρι τους, δεν τους είπαν να μιλήσουν, και κάμποσοι πετάχτηκαν και φώναξαν εγώ, αλλά ο παππούς σου μόνο σήκωσε το χέρι του χωρίς να μιλήσει, και τον έβαλαν νοσοκόμο. Και έτσι ήταν νοσοκόμος σε όλο τον πόλεμο.

Η ιταλική κατοχή. Τα κρατητήρια
– Μου είχες πει ότι κάποια στιγμή σε είχαν βάλει στα κρατητήρια. Τι είχε γίνει?
– Ο θειός σου (*μιλάει για τον αδελφό του παππού μου) είχε ζώα. Οι Ιταλοί είχαν πει όσοι έχουν όπλα να τα παραδώσουν. Ο θειός σου είχε ένα πιστολάκι, να σαν σφυράκι μικρό, και το κράταγε για να μην του κλέψουν τα ζώα, αλλά τον πιάσαν οι χωροφυλάκοι, και τον βάλανε στα κρατητήρια. Αλλά αυτός το έσκασε με κάποιον άλλο από ένα παραθυράκι, και φύγανε σε κάποιο άλλο χωριό. Και οι χωροφυλάκοι είπαν και πιάσαν όλους τους κοντινούς συγγενείς τους. Τον παππού σου και τον πεθερό μου τους βρήκαν στο χτήμα που δούλευαν και τους πιάσαν και τους πήγαν στα κρατητήρια στην Θουρία. Εγώ ήμουν στα ρίζια και ήρθε κάποιος και μου είπε ότι θα με πιάναν, και πήρα μια κοπέλα και φύγαμε και πήγαμε στο σπίτι. Και ήρθαν τότε Ιταλοί με έναν διερμηνέα και μου είπαν να πάω μαζί τους, και εγώ του είπα δεν πάω πουθενά, και αυτός μου είπε «πήγαινε γιατί θα σε σκοτώσουν εδώ στην αυλή». Και μου είπε και η κοπέλα να πάω και πήγα μαζί τους, και αυτοί με δώσαν στους χωροφυλάκους στην Θουρία. Και πιάσαν και άλλους, ως και τον άντρα της Σταθούς πιάσαν (*πιο μακρυνός συγγενής) και τον κρατήσαν μία νύχτα, αλλά τους είπε κάποιος ότι αυτός δεν ξέρει τίποτα και τον άφησαν να φύγει. Και εμένα με βάλαν σε ένα κελί, και όλη την νύχτα έκλαιγα. Και την άλλη μέρα μας πήραν και μας πήγαν στα κρατητήρια στην Καλαμάτα. Όχι στην φυλακή της Καλαμάτας, στα κρατητήρια. Στην αρχή με βάλαν για πέντε λεπτά με άλλες γυναίκες, αλλά μετά με πήραν και με πήγαν σε ένα υπόγειο με τον παππού σου και τον πεθερό μου. Οι τρείς μας. Οχτώ μέρες μείναμε εκεί. Και δεν άφηναν κανέναν να μας δεί. Μας έφερε μια γυναίκα φαγητό και δεν την άφησαν να μας το φέρει. Μας τό φερε ένας χωροφύλακας. Τον χωροφύλακα αυτό τον είδα κρεμασμένο στην Καλαμάτα μετά τη μάχη στην πηγάδα.
– Μείνατε οχτώ μέρες? Πως ήταν εκεί?
– Πως ήτανε? Ένα μέρος ήτανε, με μία πόρτα μόνο. Μία πόρτα.
– Και άμα θέλατε να κάνετε την ανάγκη σας?
– Εεε, πήγαινες στην γωνία και την έκανες.
– Και γιατί σας κρατάγαν εσάς?
– Για να ‘ρθει ο θειός σου. Εγώ ήξερα που είχε πάει, αλλά δεν το έλεγα. Άν το έλεγα θα τον πιάνανε και άμα τον σκωτόνανε θα τον είχα εγώ κρίμα στον λαιμό μου. Γιατί κάθε μέρα παίρνανε επάνω τον παππού σου και τον πεθερό μου και τους ρώταγε ο δικητής να του πούνε που είναι, αλλά δεν λέγανε.
– Εσένα δεν σε ρώταγαν κάθε μέρα?
– Με ρώτησαν την πρώτη μέρα, αλλά είπα ότι αυτός είναι πιο μεγάλος και δεν λέει σε εμάς τις δουλειές του. Και με ρώτησε ο δικητής αν είμαι έγγυος, και του είπα ότι ήμουν και δεν με πείραξε, αλλά δεν ήμουν όμως, έτσι τό ‘πα.
– Και τελικά τι έγινε?
– Πήγε ο …………. και βρήκε τον θειό σου στο χωριό που ήταν και του είπε ότι δεν χρωστάμε τίποτα εμείς να είμαστε μέσα, και να έρθει και ότι είναι να του κάνουν θα του το κάνουν, δεν θα τον σκοτώσουν για ένα πιστολάκι και θα ερχόταν και αυτός μαζί να μιλήσει στους χωροφυλάκους. Και ήρθε αυτός απ’ έξω και τον πιάσανε.
-Και σας άφησαν?
– Όχι αμέσως. Τον πιάσαν και τον πήραν να τον πάνε στις φυλακές. Τις πρόλαβες τις φυλακές στην Καλαμάτα?
– Όχι γιαγιά, κλείσαν το 68, δεν είχα γεννηθεί ακόμα.
– Έ, ήταν εκεί που μένει ο θείος σου ο Νίκος, πάνω από τις καλόγριες, μισές από δώ, μισές από κει.
– Και τί έγινε, πότε σας αφήσαν?
– Πήραν τον θειό σου και τον πήγαν στις φυλακές, και μόλις τον βάλαν και μόλις τον κλειδώσαν πήραν τηλέφωνο στα κρατητήρια και τότε μας αφήσαν εμάς να φύγουμε.

12 τόνοι ρίζι
Συνεχίζει η γιαγιά:
– Όταν μας πιάσαν, είχε βάλει ο πεθερός μου ρίζια και σε αυτά δούλευα εγώ και είχε έναν συγγενή του για επιστάτη, και όταν μας είπαν ότι με ψάχνουν μου είπε αυτός να φύγω εγώ και θα στείλει αυτός τα ρίζια στην αποθήκη αζύγιστα. Αλλά εγώ του είπα να μην τα στείλει αζύγιστα, αλλά αυτός ήθελε να φάει τα ρίζια. Και μου είπε ότι θα τα ζύγιζαν πριν τα στείλουν στην αποθήκη, και είπα σε μία γυναίκα που την εμπιστευόμουν να κάτσει εκεί να δει το ζύγι, αλλά αυτός μετά την κυνήγησε και τα έστειλε στην αποθήκη χωρίς να τα ζυγίσει. Και μόλις βγήκαμε από την φυλακή τα ρίζια τα είχαν πάρει από την αποθήκη. Δώδεκα χιλιάδες κιλά ρίζι πρέπει να ήταν. Έφαγε αυτός, και τα άλλα τα κλέψαν από την αποθήκη τόσες μέρες. Ξέραν ότι μας είχαν όλους και πήγαν και τα πήραν.

Οι Ιταλοί
– Γιαγιά, πεινάσατε εσείς όταν ήταν οι Ιταλοί και οι Γερμανοί?
– Εμείς δεν πεινάσαμε. Είχαμε τον κήπο και κότες. Έπαιρνα λίγες τοματούλες και τις πήγαινα στην Καλαμάτα και τις άλλαζα με στάρι, και ζήμωνα και είχαμε ψωμί. Και τρώγαν τα παιδιά αυγά από τις κότες.
– Δεν σας τις έπαιρναν τις κότες οι Ιταλοί?
– Μία φορά πήραν, αλλά δεν τις πήραν όλες και τις ξανάφτιαξα. Ήρθαν να τις πάρουν ξανά, αλλά έβαλα τις φωνές, και φώναζα «έχω πίκουλα, έχω πίκουλα, θα πάω στον κομμαντάτε σου», και του έδειχνα τα παιδιά και ούρλιαζα ότι θα πάω στον δικητή του και αυτός έφυγε, γιατί και αυτοί φοβόντουσαν τους δικητές τους. Δεν μπορούσα να τους αφήσω να πάρουν άλλες κότες, δεν θα μπορούσα να τις ξαναφτιάξω και τότε τι θα τρώγαμε.
– Στα χτήματα που δουλεύατε? Τα ρίζια?
– Ότι έφτιαχνες δεν ήξερες αν θα στο πάρουν ή όχι. Όλοι παίρναν ότι μπορούσαν. Του παππού σου του έκλεβαν συνέχεια. Και από τον κήπο κλέβαν.

Η μάχη της Πηγάδας και οι κρεμασμένοι της Καλαμάτας
– Μια φορά, όταν είχαν φύγει οι γερμανοί, και είχε γίνει και η πηγάδα εγώ είχα κάτι λιγούλες τοματούλες, και η αδερφή μου είχε κάτι συκάκια, και ανεβήκαμε στις γαϊδούρες να πάμε στην Καλαμάτα να τις αλλάξουμε (*να τα δώσουν σε κανέναν μανάβη να τους δώσει άλλα ζαρζαβατικά). Πριν την Καλαμάτα κάποιος μας είδε και μας φώναξε να μην πάμε στην Καλαμάτα γιατί σκοτώνανε λέει. Και εμείς γυρίσαμε πίσω. Την άλλη μέρα κινήσαμε ξανά και πήγαμε.
– Και τι έγινε
– Μόλις έμπαινες στην Καλαμάτα, μετά από κει που κάναν το νοσοκομείο (*μιλάει για το παλιό νοσοκομείο της Καλαμάτας, όχι το τωρινο) ήταν κάτω πεθαμένοι, και πιο πέρα ήταν και άλλοι κρεμασμένοι. Πολλοί. Και είχαν αφήσει κάπου εκεί έναν αντάρτη να φιλάει κάτι αιχμαλώτους σε μία συκιά από κάτω. Εγώ δεν είχα δει τους κρεμασμένους, και τους είδα όταν φτάσαμε κοντά στα δέντρα. Και μόλις τους είδα είπα «ιι» και γύρισε ο αντάρτης και μου λέει «τι θες μωρή, τους λυπάσαι κιόλας?». Τι να πω εγώ, όλοι σκοτώνανε με το παραμικρό τότε. Δεν είπα τίποτα και συνεχίσαμε. Πήγαμε αλλάξαμε τις ντομάτες και τα συκαλάκια και γυρίσαμε στο χωριό χωρίς να πούμε κουβέντα.
– Η «πηγάδα» τι ήταν?
– Μα δεν ξέρεις? Μάχη ήταν, οι κουμουνιστές με τους χίτες. Μόλις φύγαν οι γερμανοί, όλοι οι χίτες…
– Ποιοί ήταν οι χίτες?
– Αυτοί που βοηθάγαν τους γερμανούς μαθές. Αυτοί που τρώγαν τα κατσίκια…. οι χίτες είχαν κλειστεί στον Μελιγαλά και οι αντάρτες τους πολεμάγανε απ’ έξω. Μέρες πολλές. Και κάποιους τους πιάσανε και τους φέρανε στην Καλαμάτα και τους σκοτώσανε εδώ…

Η δουλειά σαν μάνα
– Βρε γιαγιά, μου είπες ότι οι γυναίκες δεν παντρεύονταν μικρές γιατί δούλευαν στα χτήματα. Γιατί, άμα κάνανε παιδιά δεν δουλεύανε στα χτήματα?
– Τι λές? Και βέβαια δουλεύανε. Εγώ την Άννα και την Ελένη και τις δύο στο χτήμα τις γέννησα. Δούλευα, και ήρθε ο πόνος, και πήγα κάτω από την συκιά, και γέννησα. – Και μετά?
– Εε, μετά, είχαμε ακόμα δουλειά. Γυρίσαμε το σαμάρι ανάποδα, και το κάναμε μπεζίκι (*κούνια μωρού) και έβαλα μέσα το μωρό και πήγα να συνεχίσω την δουλειά. Έτσι κάναμε όταν είχε δουλειά. Φασκιώναμε το παιδί, το βάζαμε σε μία κουβέρτα, το παίρναμε μαζί και το βάζαμε ανάποδα στο σαμάρι που ήταν έτσι, έτσι (*κάνει με τα χέρια της μια φωλίτσα).

Ιατρική παρακολούθηση κατά την εγκυμοσύνη
Ένα καλοκαίρι που η γυναίκα μου ήταν έγγυος στον πέμπτο-έκτο μήνα η γιαγιά μας άκουσε να λέμε ότι πάμε στην παραλία για μπάνιο.
– Να μην μπαίνεις στην Θάλασσα με το παιδί στην κοιλιά, δεν κάνει, λέει στην Στέλλα η γιαγιά.
– Μα γιαγιά, ο γιατρός μου μου είπε ότι δεν υπάρχει πρόβλημα
– Εμένα ο γιατρός μας είχε πει να μην κάνουμε μπάνιο
– Γιαγιά, σε παρακολουθούσε γιατρός όταν ήσουν έγγυος?
– Έε, τι λές. Που να βρεθεί γιατρός τότε?
– Γιαγιά, ακόμα και όταν δεν ήσουν έγγυος, πηγαίνατε στην παραλία για μπάνιο?
– Έεε, τι λές. Ποτέ δεν είχα πάει εγώ στην παραλία, εμείς είχαμε δουλειές, η παραλία ήταν μακρυά.

##############################################

4 thoughts on “Η γιαγιά μου η Ευθυμία. (1914? – 2009)

  1. philos

    Ζωή σε λόγου σας και να φτάσετε όλοι την ηλικία της. Να είστε καλά και να την θυμάσαι πάντα έτσι ζωντανά!
    Όπως θυμάμαι και γω την δικιά μου γιαγιά που γεννήθηκε όχι πολυ μακρυα απο τα δικά σας μέρη (σπαρτιάτικη μάνη) και που πέθανε 12 ακριβώς χρόνια πριν σαν σήμερα!!!

  2. Aspa

    Μακάρι να ζήσουμε κι εμείς μια τόσο γεμάτη και πλούσια ζωή… Να τη θυμάστε πάντα με αγάπη…

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.