Την Τρίτη, καθώς περπατούσαμε στους δρόμους της Καλαμάτας, βρεθήκαμε μπροστά σε έναν λαχειοπώλη.
Ο Κωνσταντίνος παίρνει συχνά λαχείο. Μιά φορά είχαμε κερδίσει κιόλας κάτι λίγα. Εγώ από την άλλη δεν παίρνω ποτέ, ούτε ασχολούμαι με τέτοια ζητήματα.
Αυτή τη φορά όμως, καθώς τον κοίταζα να παίρνει το λαχείο που του έδωσε ο λαχειοπώλης (επίσης ποτέ δεν διαλέγει μόνος του, παίρνει αυτό που θα του δώσουν), ήξερα πως κάνει λάθος. Όχι, δεν έπρεπε να πάρει αυτό, έπρεπε να πάρει το άλλο, αυτό που έληγε στο 4.
Εκείνη τη στιγμή δεν είπα τίποτα, αλλά ενώ φύγαμε και καθώς προχωρούσαμε, όλο και πιο πολύ το σκεφτόμουνα. Έτσι στο τέλος γυρίσαμε πίσω και πήρα το λαχείο που ήθελα. Και μάλιστα ενώ είχε πολλά στο 4, εγώ διάλεξα ένα συγκεκριμένο, αυτό που είχα δει από την αρχή. Και ήμουν τόσο σίγουρη ότι θα κέρδιζα… Χίλια τα εκατό σίγουρη. Όπως το ήξερα όταν ήμουν έγκυος. Σίγουρη λέμε. Από μέσα μου είχα αρχίσει να κάνω και σχέδια για το πως θα χαλάσω όλα τα λεφτά, τι θα κάνω διαφορετικό στο σπίτι, ποιόν θα βοηθήσω.
Η κλήρωση έγινε και το λαχείο πράγματι κέρδισε. Όμως μόνο τον λήγοντα. Φυσικά καλά είναι και τα 20 ευρώ, δεν λέω.
Ο Κωνσταντίνος μου είπε πως, κοίτα, εντέλει όποιο και να έπαιρνες στο 4 το ίδιο θα ήταν. ‘Ομως μετά από προσεκτική παρατήρηση, έχω να πω πως δεν θα ήταν το ίδιο. Διάλεξα το λαχείο που ήταν όσο πιο κοντά γινόταν στον αριθμό που κληρώθηκε. Ο πρώτος, ο τρίτος και ο πέμπτος αριθμός ήταν ίδιοι.
Να μην ξανακούσω λοιπόν πως δεν υπάρχει έκτη αίσθηση.