Στο άπειρο και ακόμα παραπέρα

Οι προγιαγιάδες

Η προγιαγιά Ευθυμία είναι 94. Είναι μητέρα του πατέρα μου. Έχει ζήσει όλη της τη ζωή στο χωριό. Αγρότισα και μάνα.

Βάζει ακόμα πατάτα, λαχανικά και έχει κότες, και όποτε ξέρει ότι θα πάω σκαρφαλώνει στην πορτοκαλιά για να μου γεμίσει μία τσάντα με πορτοκάλια. Είναι μικροσκοπική και μικραίνει κάθε χρόνο.

Έχει μισή ντουζίνα παιδιά που όλα μαζί ζυγίζουν ένα τόνο (κάντε την διαίρεση), και έχει πολύ πλάκα να την βλέπεις ανάμεσα τους. Περνάει μεγάλο μέρος της ημέρας της μπροστά στην τηλεόραση γιατί όπως λέει κουράζεται εύκολα πια. Έχει άποψη για τα πάντα, και προχτές με ρώτησε τί είναι το ιντερνετ που ακούει στην τηλεόραση. Κατά την γιαγιά το ίντερνετ είναι κακό, γιατί τόσα κακά γίνονται εκει μέσα.

Δεν καπνίζει, αλλά έχουμε πρόσφατη φωτογραφία της να κρατάει αναμένο πούρο και πρόσφατη φωτογραφία της με τζόκει και γιαλιά ηλίου στην παραλία. Όποτε βρεί κοινό λέει ιστορίες από τα παλιά.

Η προγιαγιά Ολυμπία είναι… νομίζω ότι δεν θα ήθελε να πω την ηλικία της. Είναι μητέρα του πεθερού μου. Τα παιδιά της της μιλάνε ακόμα στον πλυθηντικό. Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη αλλά μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη. Τα φαγητά της είναι πεντανόστιμα αλλά βαριά. Τόσο βαριά που εμείς που τρώμε ελαφριά παθαίνουμε. Τα φαγητά της μου αρέσουν πολύ και το ξέρει. Όποτε ξέρει ότι θα είμαι Αθήνα μου μαγειρεύει. Δεν γνωρίζω να μαγειρεύει για κανέναν άλλο 🙂 . Για τα χριστούγεννα έφτιαξε μία τούρτα με έξτρα σοκολάτα, γιατί ξέρει ότι τρελαίνομαι. Πέρισυ είδε να παίζουν πασιέντζα στον υπολογιστή και ζήτησε από τα παιδιά της να της φέρουν υπολογιστή. Έμαθε να τον ανοίγει και να παίζει πασίεντζες. Θέλει να της νοικιάζουμε από το βιντεοκλάμπ περιπέτειες, αστυνομικά και πολεμικά. Μας είπε βαριέται τα αισθηματικά και τα ρομαντικά και τις κωμωδίες. Είναι κοσμοπολίτησσα και αριστοκράτησα.

Έχει γράψει και η Στέλλα για την γιαγιά

Η προγιαγιά Στέλλα είναι 84. Είναι μητέρα της πεθεράς μου. Έχει γεννηθεί στην πελοπόνησσο αλλά παντρεύτηκε μετανάστη και έφυγε για τις ΗΠΑ κάπου γύρω στο ’45. Έκανε οικογένεια εκεί και ήταν μέρος της ελληνικής διασποράς. Είναι κωτσονάτη, ισχυρογνόμων, και παρότι 84άρων την εμπιστευόμαστε με τα παιδιά περισσότερο από οποιονδήποτε νηπιαγωγό/μπέιμπισίτερ/παιδαγωγό. Όταν τα παιδιά είναι μαζί της τρώνε υγιηνά και κάθονται περισσότερο ήσυχα από οπουδήποτε αλλού. Δεν καταλαβαίνουμε πώς το καταφέρνει. Τα παιδιά την λατρεύουν.

Είναι αφεντικό στο σπίτι της και όπως έλεγα όλο αυτό τον καιρό με το χτίσημο, θα ήθελα να την είχα στην Καλαμάτα να φωνάζει στους μαστόρους.

Το μαγείρεμά της είναι το αντίθετο από της προγιαγιάς Ολυμπίας: υγιηνά ελαφριά και δυστυχώς, άνοστα. Παράδειγμα: πήγε ο άντρας της, ο παππούς ο Τσάρλης στο νοσοκομείο για εξετάσεις. Σε αυτή την ηλικία ο γιατρός πάντα λέει “κόψτε τα βαριά, κόψτε το αλάτι, κόψτε το κόκκινο κρέας”. Αντί για αυτά στον παππού ο γιατρός αγόρασε πατατάκια, για να φάει λίγο αλάτι να του ανέβει η πίεση.

Η προγιαγιά Βάσω είναι 78. Είναι μητέρα της μητέρας μου. Γεννήθηκε σε ένα χωριό του ταυγέτου, αλλά ο άντρας της άνοιξε ταβέρνα στην Καλαμάτα και έτσι ζεί από τα 20 της στην πόλη. Αγρότισα και ταβερνιάρισα.

Έχει κατσίκες, κότες, γαλοπούλες και μαγειρέματα. Τα παιδιά της μου λένε ότι δεν έχει φωνάξει ποτέ. Άμα ήθελε να πεί κάτι το έλεγε με χαμηλή φωνή, με μια ηρεμία που δυστυχώς δεν έχω πάρει εγώ. Έτσι είναι και ήταν όσα από τα αδέλφια της έχω γνωρίσει. Ήρεμοι άνθρωποι. Και πολύ από αυτή την ηρεμία την βλέπεις και στα παιδιά της. Τις πιο πολλές φορές δεν θα μάθεις ότι κάνει κάτι, αλλά θα το δείς έτοιμο.

Είναι ψηλή και αδύνατη και θα την δείς να κάνει δουλειές απο πολύ πρωί. Άν καμιά μέρα λείπει από την ταβέρνα η θεία που μαγειρεύει τότε αναλαμβάνει την κουζίνα μόνη της όλο το βράδυ. Όταν θέλει να φτιάξει κάτι που χρειάζεται μαστόρους δεν πάει σε αφεντικό. Βρίσκει κάποιον υπάλληλο και του λέει να το κάνει τα απογεύματα. Όταν αναρρωτήθηκα για αυτό έμαθα ότι το κάνει για να “έχουν και οι νέοι ευκαιρίες”. Έχει πολύ ανεπτυγμένο το αίσθημα του δίκαιου και της αποτελεσματικότητας.

Έμαθα από μία από τις θείες μου την παρακάτω ιστορία: όταν η θεία μου ήταν έφηβη είχε πάρει μία τσάντα παρδαλή. Της γιαγιάς μου δεν της άρεσε. Δεν είπε τίποτα όμως. Περίμενε μερικές μέρες ώστε η τσάντα να μην είναι πάνω πάνω στα πράγματα της θείας, και μετά η τσάντα εξαφανίστηκε. Η θεία δεν το πήρε χαμπάρι, ή άν το πήρε νόμιζε ότι κάπου την είχε βάλει η ίδια. Η τσάντα βρέθηκε σε ένα πατάρι 20 χρόνια μετά. Η γιαγιά είχε δράσει αθόρυβα, χωρίς τσακωμούς και φασαρίες.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.