Ήρεμη, σιγανή φωνή, λιγομίλητη. Δεν ενοχλούσε ποτέ κανέναν (κάτι που δεν μπορώ να πώ για τις άλλες γιαγιάδες μου οι οποίες είναι φωνακλούδες). Η γιαγιά η Βάσω περνούσε και δεν την καταλάβαινες. Βρίσκαμε απλά ένα κατσαρολάκι φρέσκο κατσικίσιο γάλα πάνω στην μάντρα μας όταν ξυπνούσαμε, ή μία τσαντούλα με μαρούλια ή αυγά κρεμασμένη στα κάγγελα. Όσο ζούσε δεν ενόχλησε κανέναν. Και ο θάνατός της ήταν ίδιος. Τα παιδιά της τώρα λένε ότι αν είχε παραπονεθεί, αν είχε πει ότι πονάει, ότι κάτι δεν πάει καλά, θα είχανε πάει σε γιατρούς νωρίτερα, ίσως κάτι να είχε αλλάξει.
Η γιαγιά ήταν δυνατή. Πολύ πολύ λεπτή, και πάντα στητή σαν κυπαρισσάκι. Κορμοστασιά.
Πριν από λίγο καιρό είχε βρεί μία σκατζοχοιρίτσα με τα μικρά της στον κήπο της. Έβαλε μάνα και μικρά σε ένα κουτάκι και μου τα έφερε να τα πάω στο νηπιαγωγείο να τα δουν τα μικρά “γιατί δεν βλέπουν ζώα ποτέ”.
Η γιαγιά έζησε να δει δισέγγονα (ο Γιώργος την απόκαλούσε “προγιαγιά” και η γιαγιά γέλαγε κάθε φορά). Μεγάλωσε έξι παιδιά και πέθανε πριν τα παιδιά της.
Αντίο γιαγιά.
🙁 Μακάρι να βρει γαλήνη η ψυχή της…
Να είστε καλά να τη θυμόσαστε.
Να θεωρείτε τα παιδιά σας τυχερά που γνωρίσανε έναν τέτοιο σπάνιο άνθρωπο.
Να είστε καλά και να την θυμόσαστε μέχρι να αποκτήσετε και σεις τα δικά σας δισέγγονα!
Συλλυπητήρια. Να την θυμάστε πάντα.
Να ζήσετε να τη θυμάστε… Είστε πολύ τυχεροί που είχατε τέτοιο άνθρωπο στην οικογένεια.
“Η γιαγιά έζησε να δει δισέγγονα. Μεγάλωσε έξι παιδιά και πέθανε πριν τα παιδιά της.”
Ta eipes ola!
Na nai kala ekei pou einai. Tin zwi tis kai tin tixi tis na xoume oloi. Afto mono.
Έχω συγκυνηθεί αφάνταστα πολύ να είστε καλά να τη θυμάστε
Left from the impartial lien, which can be, converted back by reason of repetitive turnovers, several of often the byproduct associated with a dour streak shown in the Blueshirts’ refusal to simply stumble through effortless play and have typically the puck around deep rather then endeavoring to push what was not there against a careful Pittsburgh defensive.