Στο άπειρο και ακόμα παραπέρα

Η μέρα της μαρμότας

Τα παιδιά έφυγαν και η ζωή μας εδώ συνεχίζεται. Λίγο καιρό μετά ξεκίνησε το δεύτερο κύμα της πανδημίας και στη συνέχεια ξεκίνησαν οι περιορισμοί και το δεύτερο λοκνταουν.

Δυο εβδομάδες τώρα είμαστε ξανά κλεισμένοι μέσα και αυτή η δεύτερη φορά είναι διαφορετική για όλους. Επικρατεί ένα κλίμα απαισιοδοξίας, βαρεμάρας, απελπισίας, δεν ξερω… Ρωτάς και σου λένε “την πρώτα φορά δεν ξέραμε”, “την πρώτη φορά ήταν σα να είχε ξεκινήσει πόλεμος και να ήμασταν στον ενθουσιασμό του “πάμε να το νικήσουμε”, τώρα έχουμε δει τι γίνεται και ο ενθουσιασμός έδωσε τη θέση του στην κατήφεια”.

Την πρώτη φορά όλοι το ρίξαν στο μαγείρεμα, την κηπουρική, το συμμάζεμα του σπιτιού. Στην Cookpad είχαμε απίστευτη δουλειά γιατί έπεσαν όλοι να φτιάξουν ψωμιά και να μαγειρέψουν, ζήταγε η ψυχή τους live, νιώθαμε πως κάπως τους στηρίζουμε. Τώρα κάπως επέστρεψαν βέβαια στην κουζίνα, αλλά χλιαρά, χωρίς κέφι και τα live δε θέλει να τα δει κανείς. Ο κόσμος προσπαθεί να νιώσει καλύτερα φτιάχνοντας μελομακάρονα και στολίζοντας από αρχές Νοέμβρη, μπας και το κλίμα των Χριστουγέννων του φτιάξει τη διάθεση.

Ίσως να είναι που την πρώτη φορά ερχόταν καλοκαίρι, η μέρα ήταν μεγαλύτερη, ο καιρός καλύτερος. Τώρα νυχτώνει από τις 5 και σε πιάνει μαυρίλα. Δεν έχει πρωινά μπάνια, δε μπορείς καν να βγεις στο μπαλκόνι νωρίς το πρωί ή μετά το απόγευμα, γιατί έχει ψύχρα και τρελή υγρασία. Ίσως να είναι που τώρα βλέπεις πραγματικά γύρω σου κόσμο να αρρωσταίνει και να πεθαίνει, οι ειδήσεις κάθε μέρα είναι και χειρότερες και δεν έχεις σταματήσει να ακούς παντού και πάντα γύρω σου, μήνες τώρα, για τον ιό και τις μάσκες και τα προβλήματα. Πάνω σε όλα αυτά, για εμάς, αυτή τη φορά είμαστε μόνο οι δυο μας.

Οι δυο εβδομάδες μου έχουν φανεί ατελείωτες και νιώθω σα να ζω τη μέρα της μαρμότας, την ίδια μέρα ξανά και ξανά. Δεν είναι μια άσχημη μέρα. Αντιθέτως είναι μια μέρα καλή.

Ξυπνάμε το πρωί, πίνουμε καφέ, τρώμε πρωινό και παίζουμε ένα Χάναμπι. Στο ραδιόφωνο παίζει ο Δουμάνης μέχρι τις 8 και μετά το γυρνάμε στην Κοζάκου. Ανεβαίνουμε για δουλειά μέχρι το μεσημέρι, κάνοντας μια παύση για δεκατιανό φρουτάκι. Το μεσημέρι θα κάνουμε διάλειμμα για φαγητό και θα επιστρέψουμε στη δουλειά, αφού φτιάξει ο Κωνσταντίνος το εσπρεσάκι του. Δουλεύουμε μέχρι τις 5 (κάντο 6 καλύτερα…), αφού έχουμε λιώσει στα μίτινγκ. Κατεβαίνουμε κάτω, καθόμαστε λίγο και μετά θα παίξουμε Χάναμπι ξανά, καμιά μπιρίμπα ή κανάστα, ή/και κάποιο άλλο επιτραπέζιο. Θα σπάσουμε το κεφάλι μας να βρούμε τι θα φάμε, το φτιάχνουμε και καθόμαστε στην τηλεόραση. Jeopardy, Modern Family (ξανά), καμιά ταινία… Έχουμε ξεκινήσει και διάφορες άλλες σειρές, με τελευταία το Poldark. Τέλος θα πάμε να ξαπλώσουμε, θα διαβάσουμε λίγο και ύπνο.

Και πάλι από την αρχή.

Εννοείται πως θα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερα τα πράγματα. Περνάμε καλά ο ένας με την παρέα του άλλου, μας αρέσει και η δουλειά μας. Αλλά για μένα αυτό δεν αρκεί. Με κάνει να είμαι σε ένα τέλμα από το οποίο δε μπορώ να βγω. Υπάρχουν τόσα πράγματα που θα μπορούσα να κάνω για να βγω από τη ρουτίνα. Να πάω για περπάτημα. Να κάνω γιόγκα. Να γράψω εκείνο το βιβλίο που ήθελα. Να κατασκευάσω κάτι.

Δεν έχω καμία όρεξη για τίποτα από αυτά.

Καταλήγω να είμαι μέσα στο σπίτι για μέρες, χωρίς να έχω βγει καν στο μπαλκόνι. Όλα αυτά είναι μοναχικά πράγματα που απλώς δε θέλω να κάνω. Μου λείπουν τα παιδιά μου, μου λείπουν τα ταξίδια, μου λείπει η εκδρομή. Νιώθω πως όλες αυτές είναι χαμένες μέρες, μέρες που κυλάνε και δε θα ξανάρθουν, μέρες σπαταλημένες.

Είχα ανάγκη να τα γράψω όλα αυτά. Πιστεύω πως γράφοντάς τα θα μπορέσω να τα ξεπεράσω κιόλας. Ήδη διαβάζω τι έχω γράψει και μου έρχεται να με μπατσίσω και να πω “ΣΥΝΕΛΘΕ”! Ευελπιστώ πως το επόμενο ποστ θα είναι πολύ πιο αισιόδοξο!

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.