Εχω καταλήξει λοιπόν ότι αυτό που μου αρέσει περισσότερο είναι να φτιάχνω τραπέζια.
Η αφορμή αυτή τη φορά ήταν να φτιάξω ένα τραπεζάκι σαλονιού με θέμα τον καφέ. Η πρώτη ιδέα (που δεν την έχω εγκάταλείψει ακόμα, ίσως γίνει αργότερα) ήταν ένα τραπεζάκι που θα ήταν σαν ένας τεράστιος κόκκος καφέ, με τζάμι επάνω:
Είχα αρχίσει κιόλας να φτιάχνω τα σχέδια για το πως θα έκανα τα ξύλα ώςτε να το υλοποιήσω
Φτιάχνοντας τα παραπάνω σχέδια όμως, και υπολογίζοντας τα ξύλα που θα χρειαζόταν, άρχισα να πιστεύω ότι θα ήταν πολύ πολύ βαρύ, και ξαναάρχισα να κοιτάω τραπέζια με θέμα τον καφέ. Οπότε έπεσα στο παρακάτω σχέδιο:
Το οποίο μου άρεσε πολύ. Δεν ήμουν σίγουρος όμως ότι ήθελα να κάνω κάτι ακριβώς έτσι.
Επεσα για ύπνο, και το επόμενο πρωί, ξύπνησα χαράματα με έμπνευση. Αφού η Στέλλα σηκώθηκε κατά τις οχτώ και με βρήκε στον υπολογιστή να φτιάχνω σχέδια στο sketsup.
Το πρώτο σχέδιο λοιπόν ήταν αυτό:
Δουλευόντας το λίγο έφτασα σε αυτό:
Η λογική ήταν ότι το τραπεζάκι θα αποτελούσαν πολλά λυγισμένα ξύλα κολλημένα. Στο μπροστά (αριστερά όπως το κοιτάμε) μέρος, το κάθε ξύλο θα ήταν μικρότερο από ότι στην δεξιά πλευρά, κάνοντάς το όλο να είναι σαν μία σφήνα. Ναι, το ξέρω, καμία σχέση με τον κόκκο του καφέ πλέον, αλλά καμιά φορά και το ταξίδι έχει πλάκα.
Περάσαμε ένα Σαββατοκύριακο βλέποντας βιντεάκια στο youtube για το πως μπορείς να λυγίσεις ξύλο.
Ενα πολύ κατατοπιστικό βίντεο, μας έδειξε τρεις διαφορετικούς τρόπους:
Ατμός, lamination, και εγκοπές.
Απορρίψαμε τις εγκοπές, λόγω της έλλειψης σταθερότητας. (Είναι πιο πρόσφορο αν θες να κολλήσεις το λυγισμένο ξύλο επάνω σε κάποια άλλη επιφάνεια που έχει κλήση).
Σκεφτήκαμε αρκετά (= είδαμε βιντεάκια στο youtube) για τον ατμό. Στο τέλος όμως, χωρίς να έχω κάποιον να δω να το κάνει ζωντανά, που να έχει φτιάξει θάλαμο για ατμό και πίεση, μου φάνηκε κάπως πολύπλοκο και λίγο επικίνδυνο. Θα προτιμούσα να πάω να το δω με κάποιον που χρησιμοποιεί αυτή την τεχνική και να φτιάξω το πρώτο μου θάλαμο μαζί με κάποιον που το έχει ξανακάνει. Συν το γεγονός ότι για το σχέδιο που είχα στο μυαλό μου τα ξύλα μας έπρεπε να είναι τουλάχιστον 2.5 μέτρα μακρυά, άρα ο θάλαμος που θα φτιάχναμε θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 2.6 μέτρα.
Είπαμε να δοκιμάσουμε λοιπόν το laminate. Στην τεχνική αυτή κόβεις το ξύλο σου σε λεπτές φέτες, λυγίζεις την κάθε φέτα, και μετά χρησιμοποιώντας ένα καλούπι τις κολλάς όλες μαζί. Επειδή η κάθε φέτα έχει λίγο μικρότερη καμπύλη από την διπλανή της, και η κόλλα τις κρατάει μαζί, η κάθε μία κρατάει την επόμενη στη θέση της.
Ένα πολύ βοηθητικό βίντεο (το οποίο δίνει και πολλές χρήσιμες πληροφορίες για το τι έχει μάθει κάποιος που το χρησιμοποιεί πολύ, όπως το να καλύψει το καλούπι με αυτοκόλλητη ταινία ώστε να μην κολλάν τα ξύλα επάνω, ή το να βάλει φελλό ώστε να είναι πιο απορροφητικό) ήταν αυτό:
Ξεκινήσαμε λοιπόν φτιάχνοντας το καλούπι. Αγοράσαμε κοντραπλακέ θαλάσσης, το κόψαμε στην καμπύλη που θέλαμε, κολλήσαμε φελλό στο αρσενικό και θυληκό μέρος του καλουπιού, και το καλύψαμε όλο με αυτοκόλλητη ταινία.
Κόψαμε πέντε ξυλάκια στο σωστό πάχος (αλλά πολύ κοντά, όχι το φουλ 2.5 μέτρα μάκρος) και κάναμε μία δοκιμή να τα κολλήσουμε. Μετά από 24 ώρες βγήκε ένα ημικύκλιο όπως το περιμέναμε, και έτσι αποφασίσαμε να προχωρήσουμε.
Βρήκαμε από διάφορες λίστες “τα καλύτερα ξύλα για να λυγίσεις” ότι το δεσποτάκι (ash στα αγγλικά), λυγίζει εύκολα. Εχουμε αποκτήσει μία συμπάθεια σε αυτό το ξύλο, και είπαμε να το δοκιμάσουμε. Αγοράσαμε 4 πλάκες και τις σκίσαμε στην κορδέλα:
Σημείωση: μετά από συμβουλή ενός καλού φίλου με τον οποίο συζητήσαμε λίγο την υλοποίηση, παράγγειλα από την Αθήνα μία κορδέλα πολύ πιο πλατιά με διαμαντέ δόντια, η οποία έσκιζε το δεσποτάκι καταπληκτικά. Πικρή υποσημείωση: στην πρώτη φορά που πήγα να την χρησιμοποιήσω (ευτυχώς μετά που τελείωσα τα ξύλα για το τραπεζάκι), την χάλασα. Τώρα έχει πετσικάρει και δεν κόβει πλέον όσο ίσια όσο στην αρχή. Και είναι πανάκριβη γμτ.
Επιστροφή στο τραπεζάκι. Πλανίσαμε τα ξύλα να γίνουν όλα ίδια:
Στην πρώτη μας προσπάθεια να λυγίσουμε και να κολλήσουμε κατευθείαν τα πέντε ξύλα (όπως είχαμε κάνει στο τεστ) κάμποσα από τα μακρυά ξύλα μας έσπαγαν. Και αυτό ενώ είχαμε αρχίσει να βάζουμε κόλλα σε άλλα, και δεν είχαμε άλλα τελείως έτοιμα για κόλλημα, μας δημιούργησε μια δυσκολία.
Αποφασίσαμε λοιπόν να τα λυγίζουμε σιγά σιγά πρώτα:
Τα βάζαμε λοιπόν ανάμεσα στον ένα πάγκο και την πλάνη (σαν αψίδα) με λύγισμα πολύ μικρότερο από το τελικό, και τα αφήναμε για 12 ώρες πριν προσπαθήσουμε να κάνουμε το τελικό λύγισμα.
Επειτα τα λυγίζαμε περισσότερο (όσο θα ήταν το τελικό) και τα βάζαμε χωρίς κόλλα μέσα στο καλούπι για άλλες 24 ώρες. Μετά και από αυτές τις 24 ώρες, αφού τα ξύλα μας πλέον είχαν πάρει το τελικό τους σχήμα, κάναμε το τελικό κόλλημα πολύ πιο έυκολα:
Τα αφήναμε σφιγμένα άλλες 24 ώρες.
Κάπου εδώ λοιπόν ανακαλύψαμε ότι ενώ το δοκιμαστικό (με τα κοντά ξυλάκια) μας είχε φανεί ότι κρατάει τελείως το σχήμα που είχε όταν το έβγαζες από το καλούπι, στην πραγματικότητα άνοιγε λίγο, αλλά επειδή ήταν πολύ κοντά, ήταν μόνο μερικά χιλιοστά. Οταν όμως αυτό το άνοιγμα το έβλεπες στο ξύλο που ήταν 2.5 μέτρα, η διαφορά στην μία πλευρά με την άλλη ήταν μερικά εκατοστά. Αυτό δεν θα ήταν καλό για ένα τραπεζάκι, εκτός αν θες τα ποτήρια σου να γέρνουν λίγο, οπότε κάναμε μία παύση να σκεφτούμε πώς θα το αντιμετωπίσουμε
Μία σκέψη (που ίσως την εφαρμόσουμε επόμενη φορά) ήταν να βάλουμε ένα ξύλο στην ανοιχτή πλευρά να το συγκρατεί στο σωστό ύψος. Θα το σχεδιάσω κάποια στιγμή να δω πως μας φαίνεται.
Τελικά όμως αποφασίσαμε να συνεχίσουμε με τα ξύλα χωρίς να έχουν μεταβλητό πάχος, και να βάλουμε την καμπύλη εναλλάξ, ώστε η μία πλευρά να συγκρατεί την απέναντι:
Συνεχίσαμε λοιπόν να κολλάμε. Το κάθε λύγισμα έπαιρνε συνολικά 2-3 ημέρες. Θα μπορούσαμε να πάμε πιο γρήγορα αν φτιάχναμε περισσότερα καλούπια, αλλά σε αυτή τη φάση δεν υπήρχε λόγος.
Επόμενο πρόβλημα που έπρεπε να λύσουμε ήταν το πλάνισμα στην κόντρα από τα λυγισμένα ξυλάκια. Επειδή ήταν κολλημένα πέντε κομμάτια, η πλευρά δεν ήταν ίσια. Κάποιο από τα κομματάκια ήταν πάντα λίγο πιο πάνω από τά άλλα. Για να κολληθούν τα ξύλα χρειαζόταν να πλανιστούν, και στο τέλος να βγούν τελείως παράλληλες οι δύο πλευρές τους.
Οταν έχεις να κάνεις με ίσια ξύλα, αυτό είναι εύκολο: πατάς στην πλάνη, ξεχοντρίζεις, και σε 10 λεπτά τα έχεις έτοιμα. Τα λυγισμένα ξύλα δεν μπορούσαν να περάσουν ούτε από την πλάνη, ούτε από την ξεχοντριστήρα.
Σκεφτήκαμε να τον κάνουμε με τον οριζόντιο (ή και τον κάθετο) δίσκο, στην σβούρα ή στον επιτραπέζιο δίσκο, αλλά στις δοκιμές (χωρίς να κόβουμε τίποτα) είδαμε ότι δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε πραγματικά σταθερό το ξύλο, και θα γινόταν ζημιά.
Δοκιμάσαμε να το κάνουμε με το ρούτερ, φτιάχνοντας μία χοντρή βάση:
Αφού κάναμε το πρώτο όμως, είδαμε ότι η γωνία που είχαμε πλανίσει δεν ήταν 90 μοίρες με την πλατιά πλευρά του ξύλου (γιατί σφίγγοντάς το πάντα έχανε λίγο). Ετσι όταν θα προσπαθούσαμε να τα κολλήσουμε το ένα με το άλλο δεν θα πάταγαν σωστά.
Είπαμε να δοκιμάσουμε λοιπόν άλλο τρόπο. Φτιάξαμε ένα δεύτερο καλούπι, αυτή τη φορά από μελαμίνη, μεγαλύτερο σε πάχος από το ξύλο μας, και κόψαμε λεπτά ξυλάκια στο πάχος του ξύλου, ώστε να πετύχουμε διαφορετικά πάχη:
Βάλαμε το λυγισμένο ξύλο μας στο καλούπι και βάζουμε το αντίστροφο του καλουπιού από μέσα:
Προσέχουμε τα δύο κομμάτια του καλουπιού να είναι πάντα ακριβώς στο ίδιο επίπεδο. Εδώ χρησιμοποιήσαμε έναν αυτοσχέδιο χάρακα με μία εγκοπή στο πάχος του ξύλου μας:
Φτιάξαμε ξανά μία βάση για το ρούτερ, ανοιχτή από την μία πλευρά (ώστε να περνάει πάνω από το απλάνιστο ξύλο) και φέραμε το εργαλείο που κόβει να είναι ακριβώς στο επίπεδο της βάσης:
Και μετά το πλανίσαμε ώστε το ξύλο μας να έρθει ακριβώς στο επίπεδο της μελαμίνης:
Έπειτα το βγάζουμε από το καλούπι, προσθέτουμε ξυλάκια ώστε να έρθει πιο πάνω, γυρίζουμε το ξύλο μας από την πίσω πλευρά και επαναλαμβάνουμε. Η κατάληξη είναι ένα ξυλάκι πλανισμένο σωστά και από τις δύο πλευρές, και τελείως παράλληλο. Μάθημα: το εργαλείο του ρούτερ που κόβει κάνει το ξυλάκι να πετάει από την μία πλευρά. Μαθαίνουμε σιγά σιγά πως να το δουλεύουμε ώστε η πλευρά που πετάει να είναι η κάτω του επίπλου μας. (Μας πήρε δύο τρια ξυλάκια μέχρι να το μάθουμε). Συνολικά η διαδικασία του πλανίσματος έπαιρνε γύρω στην μία ώρα για κάθε ένα από τα 12 ξυλάκια.
Όταν όλα τα ξυλάκια μας ήταν έτοιμα, τα βάλαμε δίπλα δίπλα ώστε να βρούμε ποιά ταιριάζουν περισσότερο με τα δίπλα τους. Επειδή ήταν από διαφορετικά ξύλα, και δεν το είχαμε προσέξει από την αρχή, άλλα ήταν πιο σκούρα και άλλα πιο ανοιχτά. Ένα μάθημα για την επόμενη φορά: φροντίζουμε τα εξωτερικά ξυλάκια να είναι από το ίδιο ξύλο, ώστε να έχει καλύτερη συνέχεια.
Πριν προχωρήσουμε στο να τα κολλήσουμε, κάναμε μία τελευταία δοκιμή να τα βάλουμε το ένα δίπλα στο άλλο με σφικτήρες.
Και εδώ αρχίζει το δράμα: Επειδή κάποια ήταν πλανισμένα με την πρώτη μέθοδο, και δεν ήταν τέλεια παράλληλα, ούτε ήταν οι γωνίες τους σωστές, το τραπεζάκι επάνω δεν έβγαινε ίδιο. Ήθελα να πάρω ένα τσεκουράκι και να το κάνω κομματάκια (είχαμε ήδη περάσει 2 μήνες που δουλεύαμε σε αυτό). Είχα απογοητευτεί, δεν ήθελα να το βλέπω μπροστά μου. Ευτυχώς, η φωνή της λογικής (Στέλλα) επέμενε να το ξαναδοκιμάσουμε. Βρήκαμε ποιά ήταν τα προβληματικά, τα ξαναπλανίσαμε, και χρησιμοποιήσαμε άλλα ξύλα κατά την διάρκεια του κολλήματος ώστε να τα φέρουμε να είναι όλα ίδια.
Για το τελικό κόλλημα χρησιμοποιήσαμε καβίλιες ανάμεσά τους:
Μετά το τελικό κόλλημα είχαμε τρίψιμο. Και άλλο τρίψιμο, και άλλο τρίψιμο. (Νομίζω 3-4 ώρες συνολικά τρίβαμε). Όπως και πριν το δώσαμε σε επαγγελματία λουστραδόρο για το βερνίκωμα.
Το τελικό αποτέλεσμα:
Σημείωση: Στις αρχικές μας σκέψεις ήταν τα δύο από τα ξύλα να είναι από κάποιο κόκκινο ξύλο, ώστε να έχει σχέση με το πρώτο τραπεζάκι που κάναμε (δεδομένου ότι θα βρίσκονταν στον ίδιο χώρο). Μας παίδεψε λίγο αυτό για διάφορους λόγους και καταλήξαμε να μην το κάνουμε σε αυτή την υλοποίηση. Παραμένει όμως στο μυαλό μας για επόμενη φορά.
Ο συνολικός χρόνος της υλοποίησης ήταν δυόμιση μήνες. Ήταν σίγουρα το πιο δύσκολο πρότζεκτ που έχουμε κάνει μέχρι τώρα. (Και δεν ήταν καν τόσο δύσκολο όσο το αρχικό σχέδιο. Το απλοποιήσαμε πολύ δουλεύοντάς το). Μάθαμε πολλά, και το διασκεδάσαμε πολύ.