Ένα πρωινό με τη γιαγιά μου.
Η γιαγιά μου είναι γύρω στα 88, αλλά καμία σχέση με οτιδήποτε μπορεί να έχετε στο μυαλό σας για μια γιαγιά αυτής της ηλικίας. Η γιαγιά μου είναι με τα κομμωτήριά της, τα βαμμένα μαλλιά της, μασέρ και μανικιουρίστ στο σπίτι, ρούχα στην τρίχα και ένα λίφτινγκ πριν από καμιά δεκαριά χρόνια. Και μη νομίσετε πως είναι καμιά πλούσια. Με μια συνταξούλα είναι, αλλά τα λεφτά της προτιμά να τα ξοδεύει όλα για να περνά καλά (και χρεώνει και την πιστωτική της όσο γίνεται). Δεν κρατάει για τα γεράματα, ούτε για τη δύσκολη ώρα, δεν φυλάει για την κηδεία της, ούτε για να αφήσει στα παιδιά της. Έτσι είναι η γιαγιά μου.
Σε γενικές γραμμές είμαι η μοναδική (αν εξαιρέσουμε τον μπαμπά μου φυσικά) που δεν έχει πρόβλημα μαζί της και θα της κάνω την επίσκεψή μου και θα μιλήσουμε. Έτσι ένα από τα πρωινά που ήμουν στην Αθήνα ανέβηκε πάνω (γιατί μένει στον κάτω όροφο), να πιεί ένα φλυτζάνι καφέ, κάτι το οποίο κράτησε για κάνα 3ωρο. Την έβαλα λοιπόν και μου ξαναείπε την ιστορία της. Την παραθέτω:
Η μαμά της ήταν Αθηναία, ο μπαμπάς της δεν ξέρει που γεννήθηκε αλλά είχε καταγωγή από την Άνδρο. Γνωρίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο παππούς της (του μπαμπά της ο μπαμπάς) ήταν διευθυντής ενός εργοστασίου καπνού, ενώ ο άλλος παππούς ήταν πρόξενος. Παντρεύτηκαν στην Κωνσταντινούπολη, τα πρώτα παιδιά τα έκαναν εκεί. Μετά μετακόμισαν στη Θεσσαλονίκη όπου γεννήθηκε η γιαγιά. Ένα από τα παιδιά γεννήθηκε στο Φάληρο όπου είχαν έρθει για διακοπές. Το τελευταίο γεννήθηκε και αυτό στην Κωνσταντινούπολη, όπου κάποιος θείος τους έπεισε να επιστρέψουν. Εκεί η γιαγιά πήγε σε προνήπιο και νήπιο στις Καθολικές Καλόγριες, αλλά όταν η μαμά της έμαθε πως την τιμώρησαν επειδή έκανε ορθόδοξα το σταυρό της, πήρε και τα τρία παιδιά που είχε εκεί και τα έβαλε σε κάποιο άλλο ιδιωτικό σχολείο. Λεφτά είχαν πάρα πολλά και στο σπίτι είχαν 3 υπηρέτριες και μία νταντά. Στις καλόγριες αλλά και στο ιδιωτικό έμαθε αγγλικά, γαλλικά και τούρκικα (εκτός των ελληνικών) και παρότι έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη όταν ήταν ακόμα μικρή (τρίτη δημοτικού απ’ό,τι κατάλαβα) θυμάται ακόμα γαλλικά και τούρκικα ποιηματάκια. Θυμάται την Κωνσταντινούπολη με αγάπη και θεωρεί φυσικά πως και η Πόλη αλλά και η μισή Τουρκία περίπου είναι ελληνικό έδαφος (εκεί που μιλούσαμε για το τώρα ξαφνικά μου λέει πως για όλα φταίνε οι αυτοκράτορες που δεν έβλεπαν πως οι Τούρκοι έπαιρναν το ένα χωριό μετά το άλλο και φυσικά εκείνος ο έλληνας που τους άνοιξε την πόρτα. Ε, όταν μιλάς με γιαγιάδες ψιλοκαραφλιάζεις καμιά φορά). Ο πατέρας της φοβήθηκε μην οι κόρες του μεγαλώνοντας ξελογιαστούν με κάνα Τούρκο και έτσι έφυγαν από εκεί και ήρθαν στην Αθήνα (φυσικά αυτή είναι η επίσημη εκδοχή. Η ανεπίσημη ειναι πως και στη Θεσσαλονίκη αλλά και στην Αθήνα ήρθε ο παππούς ακολουθώντας μια γκομενίτσα -μάλλον την ίδια και τις δύο φορές. Μέγας γκομενάκιας ο προπάππος. Αλλά φυσικά η γιαγιά δεν ήθελε να μείνει στην ιστορία αυτή η εκδοχή. Ούτε και ότι αυτή μαζί με την αδερφή της την κυνηγήσανε στην Ομόνοια, την πιάσανε και την ξεμαλιάσανε.). Εδώ με εξετάσεις πέρασε δύο τάξεις έτσι και πήγε κατευθείαν γυμνάσιο. Ήθελε να πάει Πανεπιστήμιο για να γίνει γιατρός, αλλά εκείνη την εποχή πλήρωνες στα Πανεπιστήμια και ο πατέρας της έχασε όλη την περιουσία του. Έτσι δεν πήγε. Το χτύπημα (της περιουσίας) ήταν μεγάλο, αλλά αντέξανε. Τον παππού μου τον γνώρισε μέσω του μεγάλου της αδερφού με τον οποίο ήταν φίλοι. Στην αρχή ήταν φίλοι και της έβαζε σοκολάτες κάτω από το μαξιλάρι της και μετά ήρθε ο έρωτας. Είναι χήρα 30 χρόνια τώρα, αλλά δεν σκέφτηκε ποτέ να ξαναπαντρευτεί, γιατί τον παππού λέει τον αγαπούσε πολύ, είχαν πολύ καλή σχέση, την καταλάβαινε, την βοηθούσε στο σπίτι και με τα παιδιά. Πως θα δεχόταν άλλον άντρα στο κρεββάτι της; Να της έπεφτε και κανείς που θα την έδερνε ή θα την ήθελε σκλάβα και υπηρέτρια; Να της λείπει καλύτερα. Φυσικά άκουσα και άλλες κουφές ιστορίες για το πως όλες οι γυναίκες που είχε μέχρι τώρα για βοήθεια την κλέβουνε, για το πως οι κρέμες φταίνε που η θεία η Καίτη (η αδερφή της) είχε ζαρώσει μεγαλώνοντας ενώ αυτή που δεν έβαζε έχει δερματάκι μωρού. Μάλλον έχει ξεχάσει το πόσες κρέμες της έβαζα όταν ήμουν μικρή καθώς και το λίφτινγκ… Την άκουσα να λέει πως μπορεί κανείς να καταλάβει ότι η άλλη μου γιαγιά δεν έχει πάει και πολύ σχολείο από αυτά που λέει (μεγάλη αγάπη οι δύο συμπεθέρες!) και κόντεψα να πνιγώ, όταν μου είπε “ε, τι να κάνει η κοπέλα;” – για την άλλη γιαγιά αυτό, ετών 82.
Όλο αυτό μου άρεσε πολύ και θα ήθελα να μπορούσα να καταγράψω όλη την ιστορία και των τριών παπουδογιαγιάδων μου που ζουν ακόμα.
Pingback: Στο άπειρο και ακόμα παραπέρα » Blog Archive » Οι προγιαγιάδες
Pingback: Στο άπειρο και ακόμα παραπέρα » Blog Archive » Αντίο γιαγιά