Στο άπειρο και ακόμα παραπέρα

Γιαγιά Στέλλα

Όταν γεννήθηκαν τα παιδιά, ζούσαν και οι 4 προγιαγάδες τους και 2 από τους προπαππούδες. Σιγά σιγά τους αποχαιρετήσαμε όλους. Πρώτα τον παππού Βάγια, μετά τη γιαγιά Ολυμπία, τη γιαγιά Βάσω τόσο ξαφνικά, την γιαγιά Ευθυμία, τον παππού Τσάρλι… Τώρα ήρθε η ώρα να αποχαιρετήσουμε τη γιαγια Στέλλα.

Για να πω την αλήθεια είναι το πιο δύσκολο ποστ απ’ όλα όσα έχω γράψει μέχρι τώρα αυτό. Ξέρω πως η γιαγιά έφυγε πλήρης, στα 91 της, έχοντας δει και μεγάλα δισέγγονα. Προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου πως η λύπη πρέπει υπάρχει μεν, αλλά όλα πήραν το δρόμο τους ομαλά, έκλεισε ολοκληρωμένα και φυσιολογικά ο κύκλος της ζωής και η λύπη πρέπει να φύγει γρήγορα και να μείνουν στη θέση της οι όμορφες (και οι άσχημες – μέσα στη ζωή είναι κι αυτές…) αναμνήσεις.

Η γιαγιά η Στέλλα λοιπόν ήταν ένας δύσκολος άνθρωπος. Πεισματάρα, ανεξάρτητη και εγωίστρια ίσως. Όμως για εμένα ήταν η γιαγιά μου, η γυναίκα που μας φρόντιζε και μας τάιζε κάθε μεσημέρι γιατί η μαμά μου δούλευε, η γυναίκα με την οποία περνάγαμε κάθε καλοκαίρι 2 ολόκληρους μήνες μαζί της διακοπές στο εξοχικό της. Ήταν αυστηρή, είχε πολλούς κανόνες και πολλές φορές τσαντιζόμουν με τους κανόνες αυτούς και τους θεωρούσα άδικους, ειδικά ως έφηβη στις διακοπές μας, όταν για παράδειγμα ήθελε να γυρνάμε πίσω στις 10 το βράδυ πάντα, ενώ η υπόλοιπη παρέα έμενε πολύ πιο αργά, γιατί αλλιώς μας κλείδωνε την πόρτα (δεν ήθελε να χάσει τον ύπνο της). Το ότι είχε κανόνες βέβαια, πολύ μετά, ως μικρομαμά πλέον, το εκτίμησα ιδιαίτερα. Ήξερα πως όταν κράταγε αυτή τα παιδιά δεν υπήρχε περίπτωση να φάνε γλυκό πριν το φαγητό τους ας πούμε, ούτε θα τους έκανε κάθε χαζό χατήρι. Την εμπιστευόμουν ότι θα έκανε ό,τι θα είχα κάνει κι εγώ μαζί τους.

Και οι δύο μου γιαγιάδες ήταν διαφορετικές από αυτό που έχει κανείς στο μυαλό του ως ελληνίδα γιαγιά, αλλά και πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Η γιαγιά Στέλλα φόραγε παντελόνια και αθλητικά παπούτσια, κάπνιζε μανιωδώς μέχρι τέλους, δε τα είχε καθόλου καλά με τους παπάδες και δε φόρεσε ποτέ μαύρα. Δεν ήταν κοκέτα σα τη γιαγιά Ολυμπία, αλλά προτιμούσε πάντα την άνεσή της.

Ήταν η πρώτη κόρη μιας πολυμελούς οικογένειας. Γεννήθηκε στον Κοσμά. Οι γονείς της έκαναν 16 παιδιά, από τα οποία όμως κάμποσα πέθαναν μικρά και κάποια άλλα λίγο μεγαλύτερα, σε πολέμους κλπ. Τέλειωσε μόνο το δημοτικό και μετά, στα 12, πήγε στην Αθήνα για να φροντίζει τον αδερφό της. Εκεί γνώρισε τον παππού, πήγαν στην Αμερική, έκαναν 2 παιδιά και έμειναν εκεί μέχρι λίγο μετά που παντρεύτηκε (στην Ελλάδα) η μαμά μου. Ήταν από αυτούς τους ελληνοαμερικάνους που χρησιμοποιούν λέξεις όπως “φένι” (για τον ανεμιστήρα), “τσίπης”, “τεληόραση” κλπ και τη μαμά μου τη φώναζε Τζοένι (όπως άλλωστε είχε μάθει και την έλεγε όλη η οικογένεια). Από τότε που γυρίσανε τη θυμάμαι να κρατάει εμάς τα παιδιά όσο δούλευαν οι δικοί μου, με πήγαινε στο νηπιαγωγείο, με έπαιρνε από τη στάση όταν γύριζα από το Δημοτικό, μας είχε πάντα φαγητό το μεσημέρι. Τα καλοκαίρια πηγαίναμε ένα μήνα διακοπές με τους γονείς μας, στην άδειά τους δηλαδή, και το υπόλοιπο καλοκαίρι ήμασταν με τη γιαγιά. Μετά, όταν γεννήθηκε ο Γιώργος, τον κράταγε πολλές φορές, του έφτιαχνε φαγητό, τον αγαπούσε πολύ. Η Ιωάννα δε, δεν κοιμόταν με τίποτα, αλλά μόλις την έπαιρνε η γιαγιά αγκαλιά, είχε κοιμηθεί στο δευτερόλεπτο. Πολλές φορές όταν δε μπορούσα να την κοιμήσω την πήγαινα απλώς εκεί για λίγο (έμενε στην διπλανή πόρτα) και την έπαιρνα ξανά κοιμησμένη πλέον. Δυστυχώς όταν ο Γιώργος ήταν περίπου 3 χρονών η γιαγιά έπεσε στην κουζίνα και έσπασε το πόδι της. Πέρασε δύσκολα μετά γιατί χρειάστηκε επεμβάσεις, λάμες κλπ και από τότε ποτέ δεν ήταν ξανά τόσο καλά. Τη δυσκόλευε το πόδι και την έριξε πολύ αυτό.

Όταν φύγαμε για Καλαμάτα στεναχωρήθηκε μεν, αλλά πάντα έλεγε πως κάναμε το καλύτερο για μας και τα παιδιά μας. Έλεγε πάντα ιστορίες για τον Κοσμά και από όταν ήταν μικρή, μερικές φορές νομίζω μπερδεύοντας τι είχε ζήσει αυτή και τι είχε ακούσει από τα αδέρφια της. Προς το τέλος μπέρδευε γενικά όσα θυμόταν με την πραγματικότητα, τις ειδήσεις γύρω της και το τι έγινε στους υπόλοιπους, πράγμα που μας έκανε να γελάμε συχνά.

Πιο νέα μαγείρευε πολύ (είπαμε έτρωγα εκεί κάθε μεσημέρι) και από αυτήν έμαθα τις φακές με χυλοπίτες (για μένα αυτές ήταν οι κανονικές κλασικές φακές πάντα), τα γιουβαρλάκια και τα κουλουράκια της που έφτιαχνε κάθε Πάσχα. Μάλιστα όταν ήταν μικρός ο Γιώργος είχαμε φτιάξει οι 3 μας ένα παραμύθι με τη γιαγιά και τα γιουβαρλάκια, που ήταν το αγαπημένο φαγητό του Γιώργου. Το παραμύθι λέγεται “Ο Λάτας Πινέλαβας” και νομίζω θα το σκανάρω και θα το ανεβάσω εδώ.

Δεν είχα φανταστεί πως η έλλειψή της θα μου έφερνε τέτοια στεναχώρια. Η λογική λέει μακάρι κι εμείς να φτάσουμε τα χρόνια της. Επίσης το τελευταίο διάστημα δεν πηγαίναμε και πολύ στην Αθήνα και όταν πηγαίναμε καθόμασταν λίγο στη γιαγιά γιατί δεν άντεχα τον καπνό και την κλεισούρα. Όμως η θλίψη είναι εδώ παρά τη λογική. Στην κηδεία της ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα έτσι. Με πήραν τα ζουμιά και δεν μπορούσα με τίποτα να πάω κοντά στο φέρετρο να τη δω. Αδυνατούσα. Ίσως γιατί δεν ήθελα να το αποδεχτώ. Όταν εντέλει με έπεισα να πάω, την είδα και χαμογέλασα. Δεν ήταν η γιαγιά μου εκεί μέσα.

Θα τη θυμάμαι πάντα με αγάπη και χαίρομαι πολύ που τα παιδιά μου θα έχουν επίσης αναμνήσεις από τη γιαγιά καθώς την έζησαν πολύ. Και σίγουρα θα τη θυμόμαστε κάθε φορά που τρώμε γιουβαρλάκια, φακές και κουλουράκια!

3 thoughts on “Γιαγιά Στέλλα

  1. gaitanaki (eliza)

    Ήταν και ένα πολύ δύσκολο καλοκαίρι όμως οπότε ίσως να βρήκε αφορμή να ξεσπάσει και το είναι σου.
    Καλή ανάπαυση στην συνονόματη γιαγιά σου και πολλά συλλυπητήρια Στέλλα.

  2. Στέλλα Post author

    Σε ευχαριστώ πολύ Ελίζα μου. Ίσως να έχεις και δίκιο, είμαι γενικά φορτισμένη αυτό τον καιρό.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.